Καλάθι Αγορών: άδειο Wishlist άδειο
Καλάθι Αγορών:
άδειο
Wishlist
άδειο
Ο ΤΡΑΓΟΠΟΔΑΡΟΣ ΘΕΟΣ
DION FORTUNE
ISBN: 960-268-008-3
Εκδόσεις: ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
Μέγεθος: 12x21 cm
Σελίδες: 432
/
Βάρος: 446 gr
Τιμή: 13.00€
Διαθέσιμο

Ο Τραγοπόδαρος Θεός από την Ντάϊον Φόρτσουν (Dion Fortune)
Τίτλος Πρωτοτύπου: The Goat-Foot God
Μετάφραση: Λίτσα Τσοπάνη · Θεόδωρος Σιαφαρίκας

H Dion Fortune, στα διηγήματά της αυτά, με μέσο την εξαιρετική της πένα, μάς «ταξιδεύει» και μάς μαθαίνει τους Νόμους και τις Αρχές του Αποκρυφισμού και του Μυστικισμού.

Ας μην ξεχνάμε ότι τα πάντα μπορούν να ειπωθούν μέσω του Μύθου....

Ακολουθώντας τη διήγησή της, σε κάθε της ιστορία μαθαίνουμε τόσα πολλά με την πλοκή και τη ροή των ιστοριών της, ώστε έχουμε την αίσθηση ότι έχουμε ταξιδέψει στο Χρόνο και στο Χώρο, αποκομίζοντας τη Γνώση που οι Αναζητητές ψάχνουν.

Ας την ακολουθήσουμε...

Τα προσωπικά αδιέξοδα και η κοινωνική καταπίεση οδηγούν το Χιου Πάστον στα χείλη της απελπισίας και της παράνοιας. Κάτι μεταξύ τύχης και πεπρωμένου τον φέρνει σε επαφή με μια παράξενη και μυστηριώδη πραγματικότητα.

Επιδίδεται με θέρμη σε ένα αγώνα αυτοανακάλυψης, βαδίζοντας ανάμεσα στα λεπτά όρια της τρέλας και της εσωτερικής γνώσης. Μέσα από τη μελέτη, τον πειραματισμό, αλλά και τα σκιρτήματα του αληθινού έρωτα, αντιπαλεύει το μεσαιωνικό με το αρχέγονό του παρελθόν.

Και όταν πλέον αφήνει τα ρεύματα της εσωτερικής του υπόστασης να αναβλύσουν, τότε κάνει την εμφάνισή της εκείνη η πρωταρχική όψη που όλοι κρύβουμε βαθιά μέσα μας. Γίνεται ένας ιερέας του Πάνα…

«Πρόκειται για ένα ταξίδι στους κόσμους του φανταστικού, του οποίου τα συμβάντα καθηλώνουν τον αναγνώστη και τον φέρνουν κοντά στο μεγαλείο και τις δυνατότητες του ανθρώπινου όντος ».

Inner Review

Σάς παραθέτουμε ένα απόσπασμα για να αντιληφθείτε την εξαιρετική γραφή της συγγραφέως η οποία με μυθιστορηματικό τρόπο παραθέτει αρχές και νόμους του αποκρυφισμού, που ίσως... δύσκολα να μπορούσαν να παρατεθούν (και να γίνουν κατανοητά) σε ένα σύγγραμμα/δοκίμιο κλπ.... Απολαύστε (ένα μικρό μέρος του έργου) και αφεθείτε... :

...Τότε η Μόνα κατάλαβε πως είχε σκόπιμα ξαναζήσει τη ζωή και το θάνατο του Αμβρόσιου, ελπίζοντας να συνενώσει τα σκόρπια νήματα της μνήμης. Ήταν πλημμυρισμένος από την ατμόσφαιρα της καταδίκης και μάλλον αυτή είχε νιώσει προηγούμενα η Μόνα σαν επικείμενο κακό και κίνδυνο. Με ένα δυναμικό και καθοριστικό τρόπο, όπως μόνο ο εκπαιδευμένος νους μπορεί, είχε δημιουργήσει αυτή την ατμόσφαιρα μέσω της εικονοπλαστικής του ικανότητας και εκείνη, όντας ευαίσθητη, την ένιωσε.

«Έτσι έπρεπε να γίνει », είπε. Έτσι το είχε φανταστεί ο μοναχός Αμβρόσιος, καθώς πέθαινε για τις αμαρτίες του. Η δαιμόνισσα των ονείρων του, η γυναίκα που ποτέ δεν είδε στη φυσιολογική του ζωή, είχε έλθει να γκρεμίσει την φυλακή του, για να φύγει ελεύθερος για την ελληνική λοφοπλαγιά, όπου τον περίμενε ο Ποιμένας των Τράγων.

Η Μόνα ενδύθηκε την προσωπικότητα της ονειρικής γυναίκας, της δαιμόνισσας, της επισκέπτριας από το μεγάλο ελεύθερο κόσμο του Αόρατου. Πήρε το χέρι του στο δικό της, από τη ζέστα του κατάλαβε πόσο κρύο έπρεπε να νιώθει το δικό της.

«Έλα », είπε κι εκείνος σηκώθηκε.

Την ακολούθησε στο ανέβασμα των σκαλοπατιών του κελαριού με την κουκούλα στο κεφάλι και τα χέρια βυθισμένα στα μανίκια, αλλά μόλις βγήκαν επάνω, έστριψε.

«Πρέπει να καλέσω και αυτούς », είπε και ανέβηκε τη στριφογυριστή σκάλα. Τον ακολούθησε και στάθηκε στο κεφαλόσκαλο να παρακολουθήσει τι θα γίνει.

Πέρασε τη μακριά σειρά των άδειων κελλιών , μερικά δεν είχαν πόρτες και σε άλλα ήταν σάπιες, κρεμασμένες από σπασμένους μεντεσέδες, δεν είχε επιτραπεί στον κύριο Πίνκερ να δουλέψει εδώ και τώρα η Μόνα κατάλαβε το λόγο. Σε κάθε πόρτα ο Χιου σταματούσε και φώναζε ένα όνομα. Βενέδικτος, Ιωάννης, Γκίλις – έναν-έναν καλούσε τον κατάλογο των αφορισμένων μοναχών, που από καιρό είχαν γίνει σκόνη. Η Μόνα αναρωτήθηκε ποια επανενσαρκωμένα πνεύματα να ένιωθαν άραγε μέσα τους να αναδύεται μια ξαφνική ανάμνηση, μια νοσταλγία για το Αόρατο.

Μόλις πέρασε από όλα, ο Χιου στράφηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος της, στην κορυφή της απότομης σκάλας. Βάδιζε αργά, όπως ταίριαζε σε έναν Ιερωμένο, με το πτυχωτό ράσο να συγκρατεί το δρασκελισμό του, τα χέρια του, βυθισμένα στα πλατιά μανίκια, ακουμπούσαν διπλωμένα πάνω στο σχοινένιο κόμπο της ζώνης, η κουκούλα σκέπαζε το πρόσωπό του, όπως συνήθιζαν οι μοναχοί όταν διαλογίζονταν. Στάθηκε μπροστά της και, καθώς ήταν κοντύτερη, είδε για πρώτη φορά καθαρά το πρόσωπό του. Μέσα από τους ίσκιους της κουκούλας φαινόταν σκοτεινό και σκυθρωπό, απροσδιόριστα διαφορετικό από του Χιου Πάστον, αλλά δεν ήταν του Αμβρόσιου.

«Δεν είμαι ό ίδιος άνθρωπος που γνώριζες Μόνα, είμαι κάτι αρκετά διαφορετικό».

«Έτσι βλέπω», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα η Μόνα. Δε τη ρώτησε αν την πειράζει αυτό, όπως θα έκανε ο Χιου. Την άφησε να το αποδεχθεί ή όχι και έτσι ολοκλήρωσε την κυριαρχία του πάνω της.

«Καταλαβαίνεις τι είμαι;» ρώτησε. «Είμαι ένας Ιερωμένος που νίκησε την Εκκλησία. Η Εκκλησία έγινε για τον άνθρωπο, και όχι ο άνθρωπος για την Εκκλησία, Μόνα».

Η Μόνα πρόσεξε ότι δεν είπε: «Που αποκήρυξε την Εκκλησία», ούτε: «Που απορρίφθηκε από την Εκκλησία », αλλά, «Που νίκησε την Εκκλησία».

Την πλησίασε.

«Δε θα ξαναφορέσω αυτό το ράσο», είπε. «Αλλά πριν το βγάλω, υπάρχει κάτι να κάνω»...

Αξιολόγηση προϊόντος
Σύνολο αξιολογήσεων: 1
Περισσότερες πληροφορίες ή απορίες; Επικοινωνήστε μαζί μας
Δείτε επίσης